People have the power

Του Στέργιου Καλπάκη *

Ήταν αρχές του 2016, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ερχόταν για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τις ισχυρές αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων που θίγονταν από τη δική της πλέον πολιτική υπερφορολόγησης. Όλοι θυμόμαστε τον τρόπο με τον οποίο τότε η φιλοκυβερνητική προπαγάνδα στοχοποίησε τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες. Τι κι αν, πριν μερικούς μήνες, πολλοί από αυτούς είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και είχαν υπάρξει ένθερμοί υποστηρικτές του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα; Οι κοινωνικές ομάδες που σε όλα τα αιτήματά τους –δίκαια και άδικα- έβρισκαν υποστήριξη στον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ, πλέον είχαν εξελιχθεί σε υποστηρικτές του νεοεκλεγέντος στην ηγεσία της ΝΔ, Κυριάκου Μητσοτάκη, «Μενουμευρώπηδες» που υπέσκαπταν τα θεμέλια της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης».

Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να υλοποιήσει μια πολιτική που θα συνδύαζε αύξηση των δαπανών και μείωση των φόρων (βλέπε «Είχαμε αυταπάτες»), στο όνομα μιας δήθεν ταξικής επιλογής, μετέθεσε δυσανάλογα τα φορολογικά βάρη της νέας συμφωνίας στα μεσαία στρώματα επιδιώκοντας τη στήριξη αποκλειστικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που είτε μισθοδοτούνται από το δημόσιο είτε λαμβάνουν επιδόματα από το κράτος, ώστε να διατηρήσει τουλάχιστον ένα ποσοστό κοντά στο 20%, ικανό για να παραμείνει ρυθμιστικός παράγοντας στα πολιτικά πράγματα του τόπου ακόμη και μετά από μια εκλογική ήττα. Για τα παραπάνω μας επιβεβαίωσε την περασμένη εβδομάδα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, ο οποίος σε μια κυνική ομολογία στη Βουλή αναφέρθηκε σε «συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης».

Βέβαια, για όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται για τα φτωχά - λαϊκά στρώματα και για τους μη προνομιούχους της σύγχρονης εποχής, δηλαδή τους άνεργους ή χαμηλά αμειβόμενους νέους, η επιδοματική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά είναι ικανή για να βελτιώσει σημαντικά τη ζωή τους. Αντιθέτως, όταν αυτή συνδυάζεται με υπερβολική φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων στρωμάτων, οδηγεί σε ανακύκλωση της φτώχειας, αφού οι φτωχοί να παραμένουν φτωχοί και οι μεσαίοι συμπιέζονται επίσης προς τα κάτω, αδυνατώντας να επενδύσουν και να δημιουργούσουν θέσεις εργασίας για τους άνεργους ή να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους. Με αυτό τον τρόπο, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας μετατρέπεται σε κοινωνία χαμηλών προσδοκιών η οποία αρκείται στο ελάχιστο και αδυνατεί να φανταστεί ένα καλύτερο τρόπο ζωής, πέρα από τις κάρτες σίτισης, τα προγράμματα voucher και τους χριστουγεννιάτικους μποναμάδες του κ. Τσίπρα.

Ως αντίδραση στις παραπάνω αντιλήψεις, ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας οδηγείται στην υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων, τόσο σε οικονομικά όσο και σε κοινωνικά θέματα. Συγκεκριμένα, η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης ενισχύει τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι η χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής μέσω της προοδευτικής φορολογίας είναι τιμωρία για τους επιτυχημένους και ότι οποιαδήποτε μορφή ρύθμισης της αγοράς υποκρύπτει ολοκληρωτικές προθέσεις. Επίσης, δεν είναι καθόλου απίθανο, την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ στη βία και την ανομία να τη διαδεχθεί η ανοχή στην καταστολή και στον περιορισμό ελευθεριών. Υπό την πίεση αυτού του κοινωνικού ρεύματος, αλλά και των αντίστοιχων τάσεων εντός του κόμματός του, δεν είναι λίγες οι φορές που ο Πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει παρεκτραπεί σε υπερσυντηρητικές ατραπούς αδυνατώντας εμφανώς να προσδώσει σύγχρονα χαρακτηριστικά στο κόμμα του.

Απέναντι σε αυτό το δίπολο, αναζητείται μια εναλλακτική πρόταση που θα αντιτείνει πως η καλύτερη πολιτική που διευκολύνει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων είναι αυτή που ενισχύει την ανοδική κοινωνική κινητικότητα και ταυτόχρονα αυτό το ενδιαφέρον για τα φτωχά - λαϊκά στρώματα θα συνδέεται με το ενδιαφέρον για τη συνολικότερη πορεία της οικονομίας. Μιας οικονομίας της παραγωγής καινοτόμων και ποιοτικών προϊόντων, ανταγωνιστικών στη διεθνή αγορά, και όχι μιας κρατικοδίαιτης οικονομίας που θεμελιώνει ιδιωτικά μονοπώλια και συντεχνιακά συμφέροντα. Αλλά δεν αρκεί μόνο η οικονομική μεταρρύθμιση. Είναι αναγκαία και η βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση, για ένα κράτος θα δίνει επιδόματα μόνο σ’ όσους έχουν πραγματική ανάγκη και ταυτόχρονα θα προσφέρει ποιοτικές κοινωνικές υπηρεσίες, σ’ όλους όσοι το επιθυμούν, γιατί αυτή η πολιτική δίνει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα εφόδια, πρώτον, για να ζουν αξιοπρεπώς, και δεύτερον, για να αναπτυχθούν ελεύθερα, με βάση τα ταλέντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και όχι με βάση την πρόσβασή τους στα συστήματα εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι χιλιάδες συμπολίτες μας, εδικά οι νέοι, εδώ και καιρό έχουν χάσει την πίστη τους στη δυνατότητα της πολιτικής να βελτιώσει πραγματικά τη ζωή τους. Ο κυνισμός με τον οποίο το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε «ΝΑΙ» ενίσχυσε περαιτέρω το ρεύμα της αποπολιτικοποίησης στις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Άλλοι επιλέγουν να απομακρυνθούν από μια διαδικασία την οποία αισθάνονται να εξελίσσεται μεταξύ ειδικών. Όσοι όμως πιστεύουμε ότι ένας άλλος δρόμος, ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι εφικτός, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τις αποφάσεις τις παίρνουν αυτοί που συμμετέχουν, όχι εκείνοι που απέχουν. Επομένως, δεν έχουμε παρά να ανταποκριθούμε στο προσκλητήριο που απευθύνουν τα κόμματα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και του προοδευτικού κέντρου και να συμμετέχουμε μαζικά την ερχόμενη Κυριακή, 12 Νοεμβρίου, στις εκλογές για την ανάδειξη εκείνου ή εκείνης που ο καθένας μας πιστεύει ότι είναι καταλληλότερος να ηγηθεί του νέου προοδευτικού κόμματος που ιδρύεται.

* Ο Στέργιος Καλπάκης είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ