Σημαιοφόρος: Από τον «άριστο» στον «τυχερό» και η χαμένη ευκαιρία της παιδαγωγικής

Του Διονύση Διαμαντόπουλου

Πολιτική και κοινωνική θύελλα προκάλεσε η αλλαγή που προβλέπει το Προεδρικό Διάταγμα 79/2017 στον τρόπο ορισμού σημαιοφόρου στο Δημοτικό Σχολείο. Η Κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της επιχειρηματολογούν λέγοντας πως η σημαία ανήκει σε όλους και γι’ αυτό από τη διαδικασία ορισμού δεν πρέπει να εξαιρείται κανείς. Οι αντιπολιτευόμενοι, διατείνονται πως το μέτρο εντάσσεται στη συστηματική ακύρωση της αριστείας και ισοπεδώνει όλους τους μαθητές προς τα κάτω.

Η προσχώρηση στη μια ή στην άλλη άποψη έχει να κάνει κυρίως με την κομματική τοποθέτηση του καθενός και το πώς ορίζει κανείς πολιτικά τις έννοιες της προόδου, της συντήρησης, τις κοινωνικές αξίες κλπ. Τοποθετούμαστε δηλαδή στο ζήτημα όχι με όρους παιδαγωγικής, όπως θα συνέβαινε σε οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη χώρα, αλλά με πολιτικά παγιωμένα εσωτερικά σχήματα και άκαμπτες προσωπικές θέσεις, με συνέπεια ο διάλογος να γίνεται με όρους σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης και να χάνεται έτσι η εκπαιδευτική ουσία.

Αν «απονευρώναμε» όμως για λίγο τις όποιες πολιτικές μας αυτοδεσμεύσεις, θα μπορούσαμε να δούμε με ψυχραιμία και ενάργεια όλες τις όψεις του ζητήματος. Και πρώτα απ’ όλα θα βλέπαμε τι συμβαίνει σήμερα στα σχολεία μας. Σήμερα λοιπόν, ο σημαιοφόρος του Δημοτικού είναι ο «αριστούχος» μαθητής που ορίστηκε μετά από κλήρωση!  Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα γιατί οι δάσκαλοι, πιεζόμενοι και συχνά καταγγελλόμενοι από υπέρμετρα φιλόδοξους γονείς, συνωστίζουν στο «Άριστα 10» ως και το 25% των μαθητών τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα σχολείο που δεν προχωρά στη σολομώντεια λύση της κλήρωσης. Αν και η συγκεκριμένη σχολική πραγματικότητα θα μπορούσε να πει κανείς ότι προσφέρει επιχειρήματα και στις δύο αντιμαχόμενες σήμερα πλευρές (έχουμε και αριστούχους και κλήρωση), το παιδαγωγικό ζήτημα που νομίζω θα έπρεπε να απασχολεί όλους είναι το πώς ορίζουμε τον «άριστο» στο σχολείο. Κι αυτό, γιατί σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, «άριστος» είναι αυτός που συγκεντρώνει τον υψηλότερο μέσο όρο βαθμολογίας των τριών τριμήνων σε όλα τα μαθήματα. Η επίδοση δηλαδή στα μαθήματα, και μόνο αυτή, ορίζει τον «άριστο».

Αν όμως αυτός ο «άριστος» τυχαίνει να εμπλέκεται σε συμπεριφορές μπούλινγκ; Αν δεν συνεργάζεται και δεν βοηθάει τους συμμαθητές του; Αν λόγω των αδιαμφισβήτητων γνωστικών ικανοτήτων του είναι υπερόπτης και ιδιοτελής; Αν είναι εριστικός στην τάξη και στο διάλειμμα; Αν αυτός ο μαθητής έχει όλα ή μερικά από αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά, τότε θα λέγαμε αβασάνιστα πως αυτός είναι ο πραγματικά «άριστος»; Είναι αυτός που δικαιούται να κρατήσει τη σημαία του σχολείου; Σίγουρα όχι, και η κοινή αυτή διαπίστωση αναδεικνύει τις αδυναμίες του προηγούμενου τρόπου ορισμού του σημαιοφόρου, αφού η αξιολόγηση ήταν μονομερής.

Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά, αυτή που δεν αναγνωρίζει το προβάδισμα της αριστείας στη διεκδίκηση της σημαίας: Αφού το σχολείο εξακολουθεί να αξιολογεί τους μαθητές, αφού παρέχει κίνητρα, καλλιεργεί την παρώθηση και την άμιλλα για περεταίρω βελτίωση και σε κάθε ευκαιρία επιβραβεύει την προσπάθεια, τότε πώς είναι δυνατόν η σημαία, το ύψιστο εθνικό σύμβολο, να εξαιρείται από το πλαίσιο των κινήτρων και της επιβράβευσης; Πέρα από τις όποιες αρρωστημένες φιλοδοξίες, που συχνά τις καλλιεργούν ανασφαλείς και ανεπιβεβαίωτοι γονείς, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το κίνητρο που προσφέρει η σημαία σε έναν καλό μαθητή να γίνει ακόμα καλύτερος. Γιατί λοιπόν να μπαίνει η σημαία στη λοταρία και να ακυρώνεται έτσι ένα τόσο ισχυρό εκπαιδευτικό κίνητρο;

Αν τα ερωτηματικά αυτά θεωρούνται εύλογα και βάζουν σε προβληματισμό τις σκέψεις πολλών, τότε η αναζήτηση λύσης δεν μπορεί παρά να βρεθεί στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας «άριστος». Κι αν τελικά συμφωνήσουμε πως άριστος δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ο πρώτος στα μαθήματα, αλλά μπορεί να είναι και ένας μαθητής με χαμηλότερες επιδόσεις, αλλά που προσπαθεί πολύ για να ξεπεράσει τα όποια προβλήματά του. Ένας μαθητής που διακρίνεται για το ήθος και τη συμπεριφορά του μέσα και έξω από το σχολείο, που σέβεται και αγαπά τους συμμαθητές του, τότε γιατί δεν μπορεί αυτός που συγκεντρώνει όλα αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά να ορισθεί - και όχι να κληρωθεί – σημαιοφόρος του σχολείου; Γιατί δηλαδή να μην επιβραβεύσουμε έναν μαθητή που ανταποκρίνεται στους στόχους του σχολείου για μια καλύτερη κοινωνία πολιτών; Έναν τέτοιο μαθητή δεν θα θέλαμε να χειροκροτούμε όλοι στις παρελάσεις; Κι αν συμφωνούσαμε σ’ αυτό και θέλαμε να κάνουμε τη διαδικασία ορισμού ενός τέτοιου σημαιοφόρου πιο δημοκρατική και πιο αντικειμενική, τότε δεν θα ήταν καλύτερα τον ορισμό να κάνει το Σχολικό Συμβούλιο; Το θεσμοθετημένο δηλαδή όργανο στο οποίο μετέχουν οι εκπαιδευτικοί του σχολείου, τα μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου Γονέων και εκπρόσωπος του Δήμου;

Αυτό δεν θα ήταν τελικά και η πεμπτουσία της παιδαγωγικής; Δυστυχώς όμως, η ευκαιρία χάθηκε, με τον «τυχερό» να συγκρούεται με τον «αριστούχο» και την παιδαγωγική να συνθλίβεται ακόμα μία φορά στις μυλόπετρες της πολιτικής αντιπαράθεσης.