Η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων στη Βέροια (1914-1923)

Μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων διαπιστώνονται πληθυσμιακές μετακινήσεις στο ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό απορρέουν από την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913. Στο πλαίσιο των μετακινήσεων αυτών πληθυσμοί από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία μετακινήθηκαν προς περιοχές της Μικράς Ασίας και αντίστροφα ελληνικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη μετακινήθηκαν προς την ελληνική ενδοχώρα. Λίγο αργότερα οι μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών εντάθηκαν εξαιτίας της συμμετοχής της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914). Τότε μετακινήθηκαν ελληνικοί πληθυσμοί από τον Πόντο, τον Καύκασο και την Ανατολική Μακεδονία, την οποία είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι.

Οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν στη Βέροια, σύμφωνα με μαρτυρία του Γιάννη Αλεξιάδη, το έτος 1914 και προέρχονταν, κυρίως, από τον Πόντο, τον Καύκασο και την Βόρεια και Ανατολική Θράκη. Στην πρώτη φάση των προσφυγικών μετακινήσεων μέχρι το έτος 1916 εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια της Βέροιας 212 οικογένειες, οι οποίες αριθμούσαν 862 μέλη. Από αυτούς 424 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Βέροια και οι υπόλοιποι στη Νάουσα και σε άλλα «δημόσια» ή «εγκαταλελειμμένα» χωριά.

Οι μετακινήσεις προσφύγων συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα ενώ κορυφώθηκαν με τη Μικρασιατική καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (Ιούλιος 1923). Συνολικά στο χώρο της Ημαθίας μέχρι το 1925 είχαν εγκατασταθεί 4.706 προσφυγικές οικογένειες με 17.649 μέλη από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο και μέσα στην πόλη της Βέροιας ο αριθμός τους έφτανε τους 4.934.

Οι παραπάνω πρόσφυγες, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, τοποθετήθηκαν κυρίως στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης αλλά και σε νεοϊδρυθέντες συνοικισμούς. Έτσι, παρουσία προσφύγων καταγράφεται στον Καρσί Μαχαλά (σημερινός Προμηθέας), στις μουσουλμανικές συνοικίες του Κεμάλ Μπέη (περιοχής Αγίας Κυριακής), και του Τσερμενίου. Πρόσφυγες τοποθετήθηκαν σε οικίες στο Γιολά Γκελντί και εκατέρωθεν της οδού Πιερίων. Επίσης, στο συνοικισμό πέριξ του βήματος του Αποστόλου Παύλου, στην οδό Ανοίξεως, που ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί, πέριξ του ναού της Υπαπαντής και σε συνοικισμό που δημιουργήθηκε στην περιοχή του σημερινού γηπέδου. Όπως προκύπτει από προφορικές μαρτυρίες η κατανομή των προσφύγων δεν έγινε τυχαία. Στο συνοικισμό του Αποστόλου Παύλου εγκαταστάθηκαν αστοί, ενώ στους περισσότερους αγρότες πρόσφυγες. Οι συγκεκριμένοι έφεραν τον τίτλο του «αγροτικού συνοικισμού».

Οι πρόσφυγες, πέραν της μικρής οικοσκευής που πιθανόν κουβάλησαν από τις πατρογονικές εστίες, έφεραν μαζί τους κάτι πολύ σημαντικότερο. Ήταν φορείς μιας διαφορετικής παράδοσης, μιας διαφορετικής κουλτούρας σε επίπεδο, κοινωνικό, οικονομικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό κ.τ.λ., την οποία μεταλαμπάδευσαν στις νέες εστίες τους. Με την εγκατάσταση των προσφύγων στους τόπους υποδοχής ξεκίνησε πλέον η διαδικασία της ενσωμάτωσής τους στην τοπική κοινωνία· διαδικασία χρονοβόρα, αφού διήρκεσε για αρκετά από τα επόμενα χρόνια και σε ορισμένες περιπτώσεις με αρκετά προβλήματα, αφού δεν έλειψαν και οι προστριβές των γηγενών κατοίκων με τους πρόσφυγες.

Το τελικό αποτέλεσμα όμως αποδεικνύει τη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφυγικών πληθυσμών στην τοπική κοινωνία και την ανάδειξη των προσφύγων σε ισχυρούς πόλους της οικονομικής, της κοινωνικής, της πολιτισμικής ζωής της πόλης αφού πολλοί από αυτούς ασχολήθηκαν με τη γεωργία εφαρμόζοντας τεχνικές άγνωστες μέχρι την εποχή εκείνη στους εντόπιους κατοίκους, άλλοι ασχολήθηκαν με διάφορα επαγγέλματα και άλλοι μετέδωσαν την τέχνη και τον μουσικό πολιτισμό των τόπων καταγωγής τους στη Βέροια. Τέλος, πρόσωπα προερχόμενα από προσφυγικές οικογένειες ασχολήθηκαν με την πολιτικής και κατέκτησαν αξιώματα δημοτικών συμβούλων ή διεκδίκησαν την ψήφο των συμπολιτών τους ακόμα και για το βουλευτικό αξίωμα.

πηγή: www.veriahistory.gr