Σπύρος Πετρουλάκης: Ο δημιουργός της Σονάτας μιλά για το νέο του βιβλίο
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης

Μια συνομιλία με τον συγγραφέα Σπύρο Πετρουλάκη δεν είναι ποτέ απλώς μια κουβέντα για ένα βιβλίο. Είναι ένα ταξίδι πίσω από τις λέξεις, εκεί που γεννιέται η έμπνευση και παλεύει η μνήμη με την Ιστορία. Με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα Η Σονάτα των Αθέατων Πουλιών, ο συγγραφέας μάς άνοιξε την πόρτα στον εσωτερικό του κόσμο και μοιράστηκε μαζί μας τι τον συγκλόνισε, τι τον καθοδήγησε και τι τον έκανε να υφάνει δύο παράλληλες ιστορίες με κοινή καρδιά.
Πόσο προσωπική μπορεί να γίνει μια ιστορία μέσα από τη μυθοπλασία; Πόση έρευνα χρειάζεται για να αναστήσεις έναν περασμένο αιώνα με αλήθεια; Πώς συνδέεται το χθες με το σήμερα και τι ενώνει ανθρώπους που δεν έζησαν ποτέ στην ίδια εποχή; Ο Πετρουλάκης μάς καλεί να δούμε το αθέατο — όχι μόνο της Ιστορίας, αλλά και της ψυχής.
Μια συνέντευξη που δεν μένει μόνο στο βιβλίο, αλλά πάει πιο βαθιά. Εκεί όπου η λογοτεχνία συναντά την ανθρώπινη ουσία.
Με αφορμή την παρουσίαση στην Βέροια (Πέμπτη 22 Μαΐου, στις 8μμ, στην Ελιά) του νέου του μυθιστορήματος, Η Σονάτα των Αθέατων Πουλιών, ο πολυγραφότατος συγγραφέας Σπύρος Πετρουλάκης μας παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, φωτίζοντας τις πηγές της έμπνευσής του, τις συγγραφικές του προσεγγίσεις και τα βαθιά μηνύματα του έργου του.
Ας δούμε τι μας είπε:
Από πού εμπνεύστηκες και προχώρησες στην συγγραφή αυτού του βιβλίου;
Απ: Η έμπνευση για τη Σονάτα των Αθέατων Πουλιών ήρθε από δυο δρόμους που ενώθηκαν μέσα μου. Ο ένας ήταν βαθιά προσωπικός: η εμπειρία μου με έναν δικό μου άνθρωπο που έπασχε από Αλτσχάιμερ. Έβλεπα πώς κάθε μέρα ξεμάκραινε λίγο περισσότερο από τη μνήμη και την πραγματικότητα, αλλά κρατούσε μέσα του κάτι ακριβό, σχεδόν άφθαρτο — την αγάπη.
Ο άλλος δρόμος ήταν ιστορικός. Πάντα με γοήτευε η εποχή του 19ου αιώνα, ειδικά η Μεσόγειος με τους πειρατές, τα σκλαβοπάζαρα και την αθέατη πλευρά της Ιστορίας. Ήθελα να γράψω μια ιστορία που να δείχνει πως η ανθρώπινη αντοχή και η πίστη, είτε τότε είτε τώρα, μπορούν να νικήσουν το σκοτάδι.
Το βιβλίο γεννήθηκε από τη συνάντηση αυτών των δυο κόσμων: της Ιστορίας και της Μνήμης. Κι αν έχει κάτι να πει, είναι πως πάντα υπάρχει κάτι μέσα μας που επιμένει να θυμάται, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν να χάνονται.
Χρειάστηκε έρευνα για να προχωρήσεις στην συγγραφή; Δυο διαφορετικά κοινωνικά θέματα, σε δυο διαφορετικές εποχές. Πώς γίνεται ένα τέτοιο πάντρεμα;
Απ: Ναι, και μάλιστα πολύμηνη και απαιτητική. Για να ζωντανέψω με ακρίβεια τον κόσμο του 1833, έπρεπε να διαβάσω δεκάδες αρχειακές πηγές, να μελετήσω το δουλεμπόριο, την καθημερινότητα στην Κίμωλο και την Αλεξάνδρεια, τα ήθη, τις κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και τις ναυτικές διαδρομές της εποχής. Από την άλλη, η σύγχρονη ιστορία με το Αλτσχάιμερ απαιτούσε βαθιά συναισθηματική προσέγγιση, αλλά και γνώση της νόσου — μίλησα με ειδικούς, διάβασα μαρτυρίες, ξαναθυμήθηκα προσωπικές εμπειρίες.
Το πάντρεμα αυτών των δύο εποχών δεν έγινε για να εντυπωσιάσει· έγινε γιατί πίστεψα ότι υπάρχει κάτι βαθιά κοινό: η μάχη του ανθρώπου απέναντι στην απώλεια. Είτε πρόκειται για την απώλεια της ελευθερίας, όπως στο χθες, είτε για την απώλεια της μνήμης, όπως στο σήμερα, ο πόνος είναι ίδιος. Και γι’ αυτό το ταξίδι ενώνεται — γιατί όλοι, σε κάθε εποχή, παλεύουμε να κρατηθούμε από κάτι που να αξίζει.
Ποια είναι τα μηνύματα που περνά η μια ιστορία και ποια η άλλη;
Απ: Η ιστορία του παρελθόντος, εκείνη της Φραγκιώς, φωτίζει τη δύναμη της επιμονής, της πίστης και της αξιοπρέπειας. Μιλά για την ελευθερία – όχι μόνο τη σωματική, αλλά και την εσωτερική. Μια γυναίκα που, παρότι γίνεται θύμα της πειρατείας και της δουλείας, δεν παραδίδεται. Μέσα στο σκοτάδι, κρατά αναμμένο το φως της αγάπης και της ελπίδας.
Η σύγχρονη ιστορία, του Φραγκίσκου, είναι πιο σπαρακτική: είναι ένας ύμνος στη μνήμη, στους δεσμούς της οικογένειας, στη δύναμη της μουσικής και στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη λήθη και την ύπαρξη. Μας δείχνει πόσο εύθραυστος είναι ο άνθρωπος όταν χάνει τις αναμνήσεις του, αλλά και πόσο μεγαλείο μπορεί να κρύβει η ψυχή όταν αγαπά με ό,τι της έχει απομείνει.
Και στις δύο ιστορίες, το κοινό μήνυμα είναι η πίστη σε κάτι μεγαλύτερο: στον άνθρωπο, στην αγάπη, στη ζωή που συνεχίζει, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα.
Τελευταία παρουσίαση στην Βέροια ήταν το 2018, το βιβλίο «Αμαλία». Πώς νιώθεις που θα έρθεις ξανά σε μια πόλη σε αγαπά ιδιαίτερα;
Απ: Η Βέροια έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Θυμάμαι ακόμα τη ζεστασιά εκείνης της παρουσίασης το 2018, όταν μιλήσαμε για την «Αμαλία», αλλά και τις προηγούμενες. Είναι από τις συναντήσεις που δεν ξεχνιούνται. Το κοινό της Βέροιας δεν διαβάζει απλώς βιβλία — τα αγκαλιάζει, τα νιώθει, τα κουβεντιάζει. Το να επιστρέφω τώρα με τη «Σονάτα των Αθέατων Πουλιών» είναι για μένα σαν να επιστρέφω σε ένα φιλόξενο σπίτι. Είμαι συγκινημένος και ανυπομονώ να μοιραστούμε αυτό το νέο ταξίδι.